- πεντάθλῳ
- πένταθλονcontest of the five exercisesneut dat sgπένταθλοςone who practises themasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πεντάθλῳ — Πένταθλος one who practises the masc dat sg Πένταθλος one who practises the neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πεντάθλωι — Πεντάθλῳ , Πένταθλος one who practises the masc dat sg Πεντάθλῳ , Πένταθλος one who practises the neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντάθλωι — πεντάθλῳ , πένταθλον contest of the five exercises neut dat sg πεντάθλῳ , πένταθλος one who practises the masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταθλεύω — και πενταθλῶ, έω, Α [πένταθλος] αγωνίζομαι στο πένταθλο, συμμετέχω στα αγωνίσματα τού πεντάθλου … Dictionary of Greek
πενταθλητικός — ή, όν, Α [πενταθλώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πένταθλο … Dictionary of Greek